- κινδυνεύσαι
- κινδῡνεύσαῑ , κινδυνεύωto be daringaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινδυνεῦσαι — κινδῡνεῦσαι , κινδυνεύω to be daring aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)